άλυπος

άλυπος
(5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420-380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς (404 π.Χ.). Τους ανδριάντες αυτούς αφιέρωσαν οι Σπαρτιάτες στους Δελφούς σε ανάμνηση της νίκης τους. Έφτιαξε ακόμα ανδριάντες, επίσης χάλκινους, σε τρεις ολυμπιονίκες. Βρίσκονταν στην Ολυμπία, δεξιά από το Ηραίο. Από τα έργα του όμως δεν έχει σωθεί κανένα.
* * *
-η, -ο (Α ἄλυπος, -ον)
ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος, ο απίκραντος
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή πόνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλυπον ἡ ἀλυπία*
3. φρ. «ἄλυπον ἄνθος ἀνίας», για το κρασί, ποτό που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις
«ἀλύπως τοῑς ἄλλοις ζῶ», ζω χωρίς να ενοχλώ τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λύπη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἄλυπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυπος — η, ο αυτός που δεν υπόφερε λύπες: Ως τα γηρατειά έζησε άλυπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλυπος — ἄλῡπος , ἄλυπος without pain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπω — Ἄλυπος masc nom/voc/acc dual Ἄλυπος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύποις — Ἄλυπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπου — Ἄλυπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπους — Ἄλυπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπων — Ἄλυπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπως — Ἄλυπος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλύπῳ — Ἄλυπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”